ακοκκίνιστος

ακοκκίνιστος
-η, -ο
1. αυτός που δεν βάφηκε κόκκινος
2. αυτός που δεν κοκκίνησε από ντροπή, ο αναίσχυντος
3. (για φαγητό) αυτό που δεν περιέχει ντομάτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + κοκκινιστός < κοκκινίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακοκκίνιστος — ακοκκίνιστος, η, ο και ακοκκίνιγος, η, ο 1. αυτός που δε βάφτηκε με κόκκινο χρώμα: Εκείνο το Πάσχα κόκκινη μπογιά δεν υπήρχε, και τα αβγά έμειναν ακοκκίνιστα. 2. αυτός που δεν κοκκινίζει, ο αδιάντροπος: Όσα και να του λεγες δεν τον ένοιαζε· ήταν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”